- αιπεινός
- αἰπεινός, -ή, -ὸν (Α)1. (για πόλεις χτισμένες σε υψηλά μέρη) υψηλός, δυσπρόσιτος2. (για κορυφές βουνών) απότομος, απόκρημνος3. απερίσκεπτος, πονηρός «αἰπεινοὶ λόγοι»4. δυσκολονόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰπεσ-νὸς < αἶπος*πρβλ. και αἰπύς].
Dictionary of Greek. 2013.